- αποχρεμπτικός
- balgam söktürücü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αποχρεμπτικός — ή, ό αυτός που διευκολύνει την απόχρεμψη* … Dictionary of Greek
αποχρεμπτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην απόχρεμψη, στο να βγάζει κανείς φλέγματα: Του σύστησαν να παίρνει ένα αποχρεμπτικό φάρμακο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)